πεταλωτικά

πεταλωτικά
τα
1. τα σύνεργα του πεταλωτή.
2. η αμοιβή του πεταλωτή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεταλωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σχέση με τον πεταλωτή 2. το θηλ. ως ουσ. η πεταλωτική η τέχνη τού πεταλωτή 3. (το ουδ. πλήθ. ως ουσ.) τα πεταλωτικά η αμοιβή τού πεταλωτή για τη δουλειά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλωτής. Η λ., στο θηλ. πεταλωτική (τέχνη),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”